θέατρο και κριτική


Αργυρώ Χιώτη- ομάδα vasistas

Θα ήθελα να θέσω το θέμα της σχέσης θεάτρου και κριτικής όπως τη βιώνουμε σαν επαγγελματίες στο χώρο του  στο θέατρο αλλά και σαν αναγνώστες. Ξεκινώ από την απλή αρχή ότι μια κριτική μεσολαβεί ανάμεσα σε ένα προϊόν πολιτισμού (που εύκολα ή δύσκολα αναγνωρίζεται ως προς το είδος, το ύφος, τα υλικά, την αισθητική του κτλ) και στο κοινό (πολύ έως πολύ λίγο συγκροτημένο και ομοιογενές, κατηγοριοποιημένο ανάλογα με ηλικία, ενδιαφέροντα κτλ) ερμηνεύοντας το πρώτο για χάρη του δεύτερου. Ερμηνεύω σημαίνει  βρίσκω στοιχεία, αίτια, τους στόχους, αναλύω τα επιμέρους στοιχεία  που αφορούν κάτι άγνωστο ή δυσνόητο ώστε αυτό να γίνει γνωστό ή κατανοητό. Έστω, να δώσω κάποια κλειδιά, να αναπτύξω ορισμένα στοιχεία –πρακτικά, ιδεολογικά, υφολογικά- που είτε θα επιτρέψουν την κατανόηση, είτε θα εγείρουν ερωτήματα είτε θα θέσουν απλώς τα θεμέλια μιας επικείμενης σχέσης ανάμεσα στο έργο και τον θεατή. Μιλώ για την επεξεργασία θεωρητικών και πρακτικών εργαλείων που επιτρέπουν, βοηθούν το θεατή από παθητικός δέκτης πληροφοριών να μετατραπεί σε  ενεργητικό κριτή ή συνομιλητή, συνένοχο. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει βέβαια ότι και ο ίδιος ο κριτικός βρίσκεται διαρκώς σε μια ενεργητική και εξελισσόμενη σχέση  τόσο με ένα έργο, όσο και με τα θεωρητικά και πρακτικά εργαλεία της τέχνης που καλείται να κρίνει. Πόσο μάλλον μπροστά σε ένα φαινόμενο αλυσιδωτών εκρήξεων καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων όπου τα όρια των τεχνών διαστέλλονται, οι φόρμες αναμειγνύονται, στοιχεία μιας μορφής τέχνης μεταπηδούν σε άλλη, πάγια δεδομένα της σκηνικής γραφής αμφισβητούνται και επαναπροσδιορίζονται.  
 Αναγνωρίζω πως ο κριτικός κατέχει μια  θέση εξαιρετικής δυσκολίας, πολυπλοκότητας και ευθύνης.  Γιατί πρέπει κάθε φορά να καταπνίγει και να θάβει τα προσωπικά του γούστα, γιατί πρέπει μέσα σε μία πληθώρα θεαμάτων πάσης φύσης και ποιότητας να παραμένει περίεργος, αθώος και ενεργητικός σαν θεατής, γιατί πρέπει να μάχεται ενάντια σε κάθε είδους άμεσων ή έμμεσων πιέσεων, γιατί πρέπει κάθε φορά να επαναπροσδιορίζει τα θεωρητικά του εργαλεία που με το χρόνο παγιώνονται, γιατί πρέπει να κρατά σε απόσταση προσωπικές σχέσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες, γιατί οφείλει να κρίνει κάτι για αυτό που είναι και όχι για αυτό που ενδεχομένως θα ήθελε ο ίδιος να είναι ή που απλώς γνωρίζει. Χωρίς να υπάρχει  καμία εξειδίκευση ως προς το είδος θεάματος που ένας κριτικός καλείται να δει και έπειτα να κρίνει, το σύνηθες είναι  ο φόρτος εργασίας να περιορίζει αναπόφευκτα την παρακολούθηση παραστάσεων στις πλέον απαραίτητες (κυρίως για εμπορικούς λόγους) . Μοιραία οι παραστάσεις που ανήκουν στον ευρύτερο κύκλο του ερευνητικού και που παρουσιάζονται για μικρό μόνο χρονικό διάστημα, αποτελούν την τελευταία επιλογή των κριτικών και των θεωρητικών του χώρου.  Ηθελημένα μιλώ γενικά για την τάση της κριτικής στην Ελλάδα γνωρίζοντας πως μάλλον υπάρχουν και κάποιοι άνθρωποι που αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις στον κανόνα.
Κανόνας αυτή τη στιγμή είναι η παντελής έλλειψη αυτού που ανέπτυξα παραπάνω και που ονομάζεται εποικοδομητική κριτική. Εποικοδομητική κριτική σημαίνει πως το πρωταρχικό και κυρίαρχο στοιχείο που αναζητώ σε ένα έργο είναι η πρόθεση του έργου και του/των καλλιτεχνών (εάν βέβαια υπάρχει και είναι καθαρή). Αναπτύσσοντας και αναλύοντας την πρόθεση και τα μέσα ή τα επιμέρους στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν και συντέθηκαν ώστε να λειτουργήσει, μπορώ να εξετάσω αν και σε ποιον βαθμό πέτυχε ή απέτυχε η πρόθεση. 
Όλο αυτό προϋποθέτει μια καλοπροαίρετη ή έστω αντικειμενική στάση απέναντι σε ένα έργο και μια καθαρή σχέση ανάμεσα σε πρακτικούς και θεωρητικούς της τέχνης. Δεν γίνεται μια κριτική να εκφράζει απλώς και με ευκολία μία προσωπική γνώμη για ένα θέαμα, συντελώντας αποκλειστικά και μόνο σε μια διαφημιστική λειτουργία του κυκλώματος διανομής.  Δεν γίνεται η όποια προβολή με όποιο τίμημα να γίνεται μόνη υπεραξία της τέχνης που καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς. Επιπλέον  η  προβολή αυτή είναι κατά κύριο λόγο προσωπο-κεντρική και σπανίως έως ποτέ εργο-κεντρική, εννοώ πως προβάλλονται τα πρόσωπα και όχι τα έργα τους.  Δεν γίνεται να παίρνουμε στα σοβαρά κριτικές που φανερώνουν απλώς αμηχανία μπροστά σε κάτι που δεν τους είναι γνώριμο, που εκφράζουν προσωπικές εμπάθειες, ή συμπάθειες και που επικροτούν ή κατακρίνουν έργα χρησιμοποιώντας τσιτάτα και ωραία κοσμητικά επίθετα. Δε νοείται κριτική αυτή που περιέχει φράσεις του τύπου « αυτά έχουν ξαναγίνει», «εξαιρετική ερμηνεία», «το devised έχει πάρει τη μορφή επιδημίας» και άλλα πολλά…. Το ερώτημα που αυτόματα τίθεται μπροστά σε κάποιον που εκφράζει δημόσια μια προσωπική γνώμη σε σχέση με τη τέχνη, είναι: ποιος το λέει, βασισμένος σε τι, προερχόμενος από που και με σκοπό τι….. Δεν γίνεται η κριτική και γενικότερα η όποια θεωρητική προσέγγιση της τέχνης να καλλιεργεί μόνο μία σχέση επιβράβευσης ή τιμωρίας.  Όλα αυτά τα λέω για να ξεκαθαρίσω πως όσοι άνθρωποι ασχολούνται πρακτικά με το θέατρο και κυρίως όλοι όσοι ερευνούν σε οποιοδήποτε πεδίο γύρω από το θέατρο και τη σκηνική γραφή, θέλουν, διψούν  για εποικοδομητικές κριτικές και για ουσιαστική σχέση, για σκέψη με τους θεωρητικούς του χώρου. Αισθάνομαι πως αν δεν θεωρούμε πως είμαστε απλώς όλοι σε διαφορετικά ναι μεν πόστα, στο ίδιο όμως στρατόπεδο, συντηρούμε το φαύλο κύκλο του σκοταδισμού μας γενικώς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου